- δισάκκι
- το (AM δισάκκιον)1. δύο μικροί υφασμάτινοι ή δερμάτινοι σάκκοι ενωμένοι στο στόμιο τους2. σάκκος, ταγάρινεοελλ.στρ. διπλός ατομικός σάκκος ιππέων και πυροβολητών όπου τοποθετούν τα ατομικά τους είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + σακκίον < σάκκος].
Dictionary of Greek. 2013.